Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιοκτησιακός -ή -ό [iδioktisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο θεσμό της ιδιοκτησίας: Iδιοκτησιακό καθεστώς. Iδιοκτησιακή νομοθεσία.
[λόγ. ιδιοκτησί(α) -ακός]



