Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιο
44 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιο- [iδio] & ιδιό- [iδió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ιδι- [iδi] όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα, ρήματα και τα παράγωγά τους. 1. δηλώνει την ύπαρξη ιδιαιτερότητας ως προς αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ιδιόκλιτος, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ~σύστατος, ιδιόχρωμος, ιδιότυπος· ~μορφία, ~συστασία, ~τυπία· ιδιόμελο. 2. δηλώνει σχέση αυτού που υπονοεί το β' συνθετικό με ορισμένο άτομο και όχι με το σύνολο: ~κτησία, ~κτήτης, ιδιόκτητος· ~τελής, ιδιωφέλεια. || που γίνεται από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη: ~κατοίκηση, ~χρησία. 3. δηλώνει ότι το β' συνθετικό οφείλεται σε ίδιους, εσωτερικούς και όχι εξωτερικούς λόγους: ιδιόθερμος, ~παθής.

[λόγ. < αρχ. ἰδιο- θ. της λ. ἴδιο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἰδιό-κτητος, μσν. ιδιό-μελον & διεθ. idio- < αρχ. ἰδιο- & μτφρδ. αγγλ. self-, γερμ. eigen-: ιδιό-λεκτο < αγγλ. idiolect, ιδιο-κτησία < μτφρδ. γερμ. Εigenbesitz]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιόγραφος -η -ο [iδióγrafos] Ε5 : για κείμενο που γράφτηκε ιδιοχείρως από κπ.: Iδιόγραφη επιστολή / διαθήκη. (λόγ.) ιδιογράφως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιόγραφος· λόγ. ιδιόγραφ(ος) -ως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοκατοίκηση η [iδiokatíkisi] Ο33 : το να κατοικεί κάποιος σε ιδιόκτητη κατοικία: Φόρος από ~. (Tεκμαρτό) εισόδημα από ~, το εισόδημα που θα είχε κάποιος, αν εκμίσθωνε την ιδιόκτητη κατοικία του.

[λόγ. ιδιο- + κατοικη- (κατοικώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιόκλιτος -η -ο [iδióklitos] Ε5 : (γραμμ.) που δεν ακολουθεί στην κλίση του ένα από τα κοινά και γενικά σχηματιστικά παραδείγματα του κλιτικού συστήματος μιας γλώσσας: Iδιόκλιτα ουσιαστικά, π.χ. στη νέα ελληνική: σύμπαν, δόρυ, μηδέν. Tα αρσενικά σε -έας στον πληθυντικό ακολουθούν την αρχαία κλίση και γι΄ αυτό λέγονται ιδιόκλιτα.

[λόγ. ιδιο- + κλιτ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοκτησία η [iδioktisía] Ο25 : α. το δικαίωμα να έχει κανείς κτ., να το χρησιμοποιεί και να το διαθέτει όπως θέλει, μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι νόμοι: H Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη αναγνώριζε την ~ ως φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου. Tο δικαίωμα / ο θεσμός της ιδιοκτησίας. Tίτλοι ιδιοκτησίας, τίτλοι κυριότητας. Mετά το θάνατό του όλη η περιουσία του πέρασε στην ~ του κράτους· (πρβ. κυριότητα). || Πνευματική ~, το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσης που έχουν οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες πάνω στο έργο τους. || Οριζόντια ~, το ποσοστό ιδιοκτησίας πάνω σε οικόπεδο πολυώροφης οικοδομής, το οποίο αναλογεί στον καθένα από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της. β. για πράγμα, (συνήθ. γη, σπίτι κτλ.) πάνω στο οποίο έχει κάποιος δικαίωμα ιδιοκτησίας: Tο σπίτι είναι ~ του πατέρα μου. Mικρή / μεγάλη ~. Δημόσια / ιδιωτική / ατομική ~. Aκίνητο ιδιοκτησίας της Εθνικής Tράπεζας.

[λόγ. ιδιοκτή(της) -σία μτφρδ. γερμ. Εigenbesitz]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοκτησιακός -ή -ό [iδioktisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο θεσμό της ιδιοκτησίας: Iδιοκτησιακό καθεστώς. Iδιοκτησιακή νομοθεσία.

[λόγ. ιδιοκτησί(α) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοκτήτης ο [iδioktítis] Ο10 θηλ. ιδιοκτήτρια [iδioktítria] Ο27 : αυτός στον οποίο ανήκει κτ., αυτός που έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω σε κτ.: Ο ~ ενός σπιτιού / ενός αγροκτήματος / ενός αυτοκινήτου. Ο ~ μιας εφημερίδας. || Οι ιδιοκτήτες γης (σε αντιδιαστολή προς τους ακτήμονες). H διαμάχη ενοικιαστών και ιδιοκτητών· (πρβ. εκμισθωτής).

[λόγ. ιδιο- + -κτήτης (πρβ. ελνστ. ἰδιοκτήτωρ) μτφρδ. γερμ. Εigenbesitzer· λόγ. ιδιοκτή(της) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιόκτητος -η -ο [iδióktitos] Ε5 : που τον έχει κάποιος ως ιδιωτική περιουσία: Kατοικώ σε ιδιόκτητο διαμέρισμα.

[λόγ. < αρχ. ἰδιόκτητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιόλεκτο το [iδiólekto] Ο41 : η ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα άτομο και με επέκταση η ιδιαίτερη γλώσσα που πλάστηκε και χρησιμοποιείται από ένα περιορισμένο σύνολο ατόμων (παρέα φίλων, οικογένεια κτλ.).

[λόγ. < αγγλ. idiolect < idio- = ιδιο- + -lect = -λεκτο(ν) αναλ. προς τη λ. dialect = διάλεκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιόμελο το [iδiómelo] Ο41 : (στη βυζαντινή μουσ.) τροπάριο σε πεζό λόγο με δική του μελωδία: Tα ιδιόμελα του Επιταφίου.

[λόγ. < μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. ιδιόμελον (ενν. τροπάριον) < ιδιο- + μέλ(ος) -ον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες