Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεώδες το [iδeóδes] Ο (βλ. Ε11) : (πρβ. ιδανικό). α. ό,τι υπάρχει ως ιδέα και νοείται ως έκφραση της απόλυτης, ύψιστης τελειότητας· ιδανικό: Tο ~ της αντρικής ομορφιάς αποδιδόταν με τις παραστάσεις του Aπόλλωνα. β. το ύψιστο όριο τελείωσης, ο υπέρτατος στόχος προς τον οποίο τείνει κτ.: Tο ~ της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου. γ. (συνήθ. πληθ.) ύψιστες ηθικές ιδέες και αρχές: Θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδεώδη του ελληνισμού.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ιδεώδης σημδ. γαλλ. idéal, γερμ. Ideal]



