Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεοληψία η [iδeolipsía] Ο25 : (ψυχ., ψυχιατρ.) η εμφάνιση και η κυριαρχία ιδεών ή συναισθηματικών καταστάσεων ξένων προς το ενσυνείδητο εγώ, στη συνείδηση ενός ατόμου.
[λόγ. ιδεο- + -ληψία κατά το καταληψία μτφρδ. γαλλ. obsession]



