Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδεαλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδεαλιστικός -ή -ό [iδealistikós] Ε1 : 1. (φιλοσ.) που αναφέρεται ή ανήκει στον ιδεαλισμό, που είναι σύμφωνος με τις αρχές του. ANT ρεαλιστικός, υλιστικός: Iδεαλιστική φιλοσοφία / άποψη / θεωρία / αντίληψη. 2. εξωπραγματικός, εξιδανικευτικός. ANT ρεαλιστικός: Iδεαλιστική στάση. ιδεαλιστικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2.

[λόγ. ιδεαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες