Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδανισμός ο [iδanizmós] Ο17 : (στην αισθητική) η επιδίωξη του ιδανικού, η τάση για εξύψωση και εξιδανίκευση της πραγματικότητας στην τέχνη· (πρβ. ιδεαλισμός).
[λόγ. ιδαν(ικόν) -ισμός μτφρδ. γαλλ. idéalisme, γερμ. Idea lismus < idéal-, Ideal- = ιδαν(ικός) -isme, -ismus = -ισμός]



