Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιατρείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιατρείο το [iatrío] Ο39 : ο χώρος (αίθουσα, οίκημα κτλ.) στον οποίο ένας γιατρός δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς: Iδιωτικό / δημόσιο / αγροτικό / στρατιωτικό / κινητό ~. Tα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου, όπου εξετάζονται ασθενείς που δε νοσηλεύονται σ΄ αυτό.

[λόγ. < αρχ. ἰατρεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go