Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιέρεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιέρεια η [iéria] Ο27 : 1. η γυναίκα ιερέας (κυρ. προκειμένου για αρχαίες θρησκείες): Οι ιέρειες του ναού της Δήμητρας. 2. (μτφ.) α. για καλλιτέχνιδα, σε εκφορές που δίνουν έμφαση στην έννοια της αφοσίωσης σε μια τέχνη: ~ της τέχνης. ~ της Tερψιχόρης, χορεύτρια. β. ~ της Aφροδίτης, ιερόδουλος, πόρνη.

[λόγ. < αρχ. ἱέρεια, θηλ. του ἱερεύς (δες στο ιερέας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go