Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θόριο το [θório] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με ασημί χρώμα που ανήκει στα μέταλλα.

[λόγ. < νλατ. thori(um) -ον < Thor `Θορ΄ (όν. θεού της σκανδιναβικής μυθολογίας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες