Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θωρηκτό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωρηκτό το [θoriktó] Ο38 : θωρακισμένο πολεμικό πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος: Tο ~ «Aβέρωφ». || για γυναίκα εξαιρετικά σωματώδη, βαριά και άχαρη.

[λόγ. < αρχ. θωρηκ- (θωρήσσω) `βάζω πανοπλία΄ -τόν, ουδ. του -τός (ενν. πλοίον) μτφρδ. γαλλ. (navire) cuirassé]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go