Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωρακισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωρακισμός ο [θorakizmós] Ο17 : η θωράκιση.

[λόγ. < ελνστ. θωρακισμός `κάλυψη του σώματος με θώρακα΄ σημδ. γαλλ. cuirassement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες