Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θωρακίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωρακίζω [θorakízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. επενδύω με μεταλλικές πλάκες, συνήθ. χαλύβδινες, για προστασία από βλήματα μεγάλης ισχύος: ~ ένα πλοίο. Θωρακισμένο αυτοκίνητο. 2. (μτφ.) εξοπλίζω κτ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνει απρόσβλητο: Έχουμε θωρακίσει τα νησιά μας, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κάθε ξένη απειλή. || δημιουργώ τέτοιες συνθήκες προστασίας για κτ., ώστε το καθιστώ απρόσβλητο: Nόμοι που θωρακίζουν το δημοκρατικό πολίτευμα.

[λόγ. < αρχ. θωρακίζω `καλύπτω με αμυντική πανοπλία΄ σημδ. γαλλ. cuirasser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go