Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωράκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωράκιο το [θorákio] Ο40 : χαμηλό, μαρμάρινο συνήθ. διάφραγμα που έκλεινε το κενό μεσοδιάστημα μεταξύ των κιόνων στα μαρμάρινα τέμπλα των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών.

[λόγ. < ελνστ. θωράκιον `παραπέτο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες