Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωπεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωπεύω [θopévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) 1. χαϊδεύω. 2. (μτφ.) κολακεύω.

[λόγ. < αρχ. θωπεύω `κολακεύω, χαϊδεύω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες