Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θωπεία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωπεία η [θopía] Ο25 : (λόγ.) 1. το χάδι: Ερωτικές θωπείες. 2. (μτφ.) κολακεία.

[λόγ. < αρχ. θωπεία `κολακεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go