Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θυσιαστήριον το· θεσιαστήρι· θυσιαστήρι· θυσιαστήριν· θυσιαστήριο.
-
- 1) Βωμός:
- (Αχέλ. 2369).
- 2) Αγία Τράπεζα:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1248).
[μτγν. ουσ. θυσιαστήριον. Ο τ. ‑ιο και σήμ.]
- 1) Βωμός: