Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θυρωρός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυρωρός ο [θirorós] Ο17 θηλ. θυρωρός [θirorós] Ο34 & (οικ.) θυρωρίνα [θirorína] Ο26 : πρόσωπο εγκατεστημένο στην κεντρική είσοδο ενός κτιρίου με κύρια εργασία την επίβλεψη, την ασφάλεια ή και την καθαριότητα του κτιρίου.

[λόγ. < αρχ. θυρωρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· θυρωρ(ός) -ίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go