Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θυροτηλέφωνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυροτηλέφωνο το [θirotiléfono] Ο41 : είδος εσωτερικού τηλεφώνου με το οποίο γίνεται η επικοινωνία των διαμερισμάτων ενός κτιρίου με την κεντρική είσοδο: Xτυπάει το ~. Mίλησέ του από το ~ και πες του να κατεβεί.

[λόγ. θύρ(α) -ο- + τηλέφωνον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go