Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυροξίνη η [θiroksíni] Ο30 : ορμόνη η οποία εκκρίνεται από το θυρεοειδή αδένα.
[λόγ. < διεθ. thyr- < thyr(oid) < ελνστ. θυρ(εοειδής) (με παράλειψη του ε από λάθος των αντιγραφέων του μεσαίωνα) + ox(alic) = οξ(αλικός) -ine = -ίνη]



