Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυροκολλώ [θirokoló] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. για δικόγραφο, το οποίο ο δικαστικός επιμελητής κολλάει στην πόρτα του ενδιαφερομένου, όταν δεν τον βρίσκει ή όταν εκείνος αρνείται να το παραλάβει. 2. για επίσημο έγγραφο το οποίο ο αρμόδιος υπάλληλος γνωστοποιεί κολλώντας το στην είσοδο του ιδρύματος το οποίο αφορά: Θυροκολλήθηκε το διάταγμα για τη διάλυση της βουλής.
[λόγ. θύρ(α) -ο- + κολλώ]



