Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυρεοειδής -ής -ές [θireoiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ αδένας και ως ουσ. ο θυρεοειδής, ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρός και κάτω τμήμα του λαιμού και οι ορμόνες του οποίου ρυθμίζουν το γενικό μεταβολισμό του οργανισμού: Yπερλειτουργία / υπολειτουργία του θυρεοειδή.
[λόγ. < ελνστ. θυρεοειδής (επειδή μοιάζει με ασπίδα, δες στο θυρεός)]



