Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμώ
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
θυμώ.
  • Θυμίζω:
    • (Κορων., Μπούας 26).

[<αόρ. του θυμίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμώδης, επίθ.
  • 1) Ευέξαπτος:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 863).
  • 2) Ορμητικός:
    • βασιλεάς … θυμώδης εις τον πόλεμο (Χρον. σουλτ. 454).
  • 3) Που ενισχύει το θυμό (βλ. θυμός 3γ):
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18v).
  • Το ουδ. ως ουσ. = έξαψη:
    • πολλές φορές λέγουνται οι αγανάκτησες θυμώδες (Ασσίζ. 45515‑6).

[αρχ. επίθ. θυμώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θύμωμα το [θímoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του θυμώνω.

[θυμώ(νω) -μα (πρβ. αρχ. θύμωμα `οργή, πάθος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμωμένα, επίρρ.
  • Με θυμό, με οργή:
    • απεκρίθηκεν … θυμωμένα (Παρασπ., Βάρν. C 372).

[<μτχ. παρκ. θυμωμένος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμωμένος -η -ο [θimoménos] Ε3 μππ. του θυμώνω : που έχει θυμώσει. 1. που αισθάνεται έντονη δυσαρέσκεια την οποία εκδηλώνει με εξίσου έντονο τρόπο: Ήρθε πολύ ~. 2. που έχει θυμώσει εναντίον κάποιου: Mη μας κάνεις τη θυμωμένη. 3. (μτφ., λαϊκότρ.): Θυμωμένη θάλασσα, αγριεμένη. Tο σπυρί είναι θυμωμένο, έχει φλόγωση. θυμωμένα ΕΠIΡΡ.

[μσν. θυμωμένος μππ. του θυμώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμώνω [θimóno] Ρ1α μππ. θυμωμένος* : 1. αισθάνομαι έντονη δυσαρέσκεια την οποία εκδηλώνω με εξίσου έντονο τρόπο: Θύμωσε ο πατέρας του και τον έδειρε. Θύμωσα πολύ με τη συμπεριφορά της. 2. θυμώνω εναντίον κάποιου: Mη μου θυμώνεις. Mας θύμωσε και δε μας μιλάει. 3. κάνω κπ. να θυμώσει: Tον θύμωσαν τα λόγια σου. Mη με θυμώνεις. 4. (μτφ., λαϊκότρ.): Θύμωσε ο καιρός / η θάλασσα, αγρίεψε.

[μσν. θυμώνω < αρχ. θυμ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμώνω· μτχ. ενεστ. θυμώντας.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ (Μτβ.) προκαλώ την οργή κάπ., θυμώνω κάπ.:
      • (Πεντ. Δευτ. IX 8).
    • Β´ Αμτβ.
      • α) Οργίζομαι, θυμώνω:
        • εθύμωσε ως δράκος (Διακρούσ. 8811
      • β) (προκ. για ζώα) αγριεύω:
        • Η αρκούδα … πολλά θυμώνει (Διγ. O 1332).
  • II. Μέσ.
    • 1) Οργίζομαι, θυμώνω:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 2745
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Λίβ. Esc. 3916).
    • 2)
      • α) Εξεγείρομαι, επαναστατώ· δεν υπακούω σε κάπ.:
        • θυμώθου· αφόν πιον δεν ολπίζεις … (Κυπρ. ερωτ. 9320
      • β) (προκ. για ζώα) αγριεύω, αφηνιάζω:
        • (Χρον. Μορ. H 5074).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Οργισμένος, θυμωμένος· αγριεμένος:
        • (Ερωφ. Δ´ 494
      • β) άγριος, ανήμερος:
        • Ο δε σινιόρ Μερκούριος ως λέων θυμωμένος (Κορων., Μπούας 80).
    • 2) Ψυχωμένος, θαρραλέος:
      • στρατόν … εις το πολεμείν άπαντα θυμωμένον (Κορων., Μπούας 47).

[αρχ. θυμόω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θύμωσις η.
  • Έξαρση:
    • Περί θύμωσιν φλεγμοτομίας (Ιατροσ. κώδ. Ϡλβ´).

[μτγν. ουσ. θύμωσις]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμωτάρης, επίθ.· θηλ. θυμωταριά.
  • Ευέξαπτος:
    • γυναίκα θυμωταριά (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 84 (έκδ. τά‑)).

[<θυμώνω με επίδρ. επιθ. σε τάρης· πβ. μτγν. επίθ. θυμωτικός (Lampe). Τ. ιάρης στο Meursius (μο‑)· πβ. νεοελλ. λαϊκ. θυμωσιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες