Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμωμένα, επίρρ.
-
- Με θυμό, με οργή:
- απεκρίθηκεν … θυμωμένα (Παρασπ., Βάρν. C 372).
[<μτχ. παρκ. θυμωμένος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Με θυμό, με οργή:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μτχ. παρκ. θυμωμένος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |