Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμηδία η [θimiδía] Ο25 : τάση, διάθεση για γέλιο ως εκδήλωση ειρωνείας: Tα λόγια του προκάλεσαν τη γενική ~.
[λόγ. < αρχ. θυμηδία `τέρψη της καρδιάς, χαρά΄]



