Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θυμάρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμάρι το [θimári] Ο44 : μικρός θάμνος με αρωματική οσμή και μικρά γαλάζια άνθη: Mέλι που μυρίζει ~. Στην άγονη ράχη του βουνού που ούτε ~ δε φυτρώνει. θυμαράκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ (ειρ.) στα θυμαράκια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα κυπαρίσσια: Πήγε / βρίσκεται / τον έχουν στα θυμαράκια, πέθανε και τον έχουν θάψει.

[μσν. *θυμάριον, υποκορ. του ελνστ. θύμ(ος) -άριον > -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμαρίσιος -α -ο [θimarísxos] Ε4 : που προέρχεται από το θυμάρι: Θυμαρίσιο μέλι.

[θυμάρ(ι) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go