Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυγατρικός -ή -ό [θiγatrikós] Ε1 : συνήθ. στην έκφραση θυγατρική εταιρεία, που έχει χωριστή νομική υπόσταση από μια άλλη, από την οποία όμως διευθύνεται ή ελέγχεται στενά.
[λόγ. θυγατρ- (θ. της αρχ. λ. θυγάτηρ, δες θυγατέρα) -ικός μτφρδ. γαλλ. filiale]



