Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρυψαλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρυψαλιάζω [θripsalázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) θρυμματίζω.

[θρύψαλ(ο) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες