Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θριαμβολογώ [θriamvoloγó] Ρ10.9α : εκφράζω με τρόπο θριαμβευτικό την ικανοποίησή μου για κάποια λαμπρή νίκη ή επιτυχία.
[λόγ. θρίαμ β(ος) -ο- + -λογώ]



