Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θριαμβευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θριαμβευτικός -ή -ό [θriamveftikós] Ε1 : 1. που χαρακτηρίζεται ως θρίαμβος: Θριαμβευτική νίκη / επιτυχία. 2. που έχει το χαρακτήρα θριάμβου, που συνοδεύεται από ζωηρές εκδηλώσεις θαυμασμού και επιδοκιμασίας: Θριαμβευτική είσοδος. Θριαμβευτική υποδοχή, πανηγυρική. 3. που ταιριάζει σε θριαμβευτή: Θριαμβευτικό ύφος. θριαμβευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. θριαμβευτικός < θριαμβευτής μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphalis]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go