Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρησκεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρησκεύομαι [θriskévome] μπε. θρησκευόμενος Ρ5.1β & (σπανιότ.) θρησκεύω [θriskévo] Ρ5.1α : εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα ανελλιπώς και με μεγάλη τυπικότητα: Άνθρωπος θρησκευόμενος.

[λόγ. < ελνστ. θρησκεύομαι, αρχ. θρησκεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες