Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θρησκειολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρησκειολόγος ο [θriskiolóγos] Ο18 θηλ. θρησκειολόγος [θriskiolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη θρησκειολογία.

[λόγ. θρησκεί(α) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go