Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θρηνολογία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρηνολογία η [θrinolojía] Ο25 : παρατεταμένος, συνεχής θρήνος.

[λόγ. < μσν. θρηνολογία < θρηνολογ(ώ) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
θρηνολογία η.
  • Θρήνος, μοιρολόι:
    • (Μυστ. 62).

[<θρηνολογώ + κατάλ. ία. Η λ. το 12. αι. και στον Κουμαν.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go