Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασέως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θρασέως, επίρρ.· θαρσέως.
  • Υπερβολικά:
    • εθρήνησεν και έκλαυσεν θαρσέως (Αχιλλ. N 859).

[αρχ. επίρρ. θρασέως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες