Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρίαμβος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρίαμβος ο [θríamvos] Ο19 : I. περίλαμπρη νίκη ή επιτυχία, η οποία προκαλεί το γενικό θαυμασμό: Ο ~ του στρατού μας / της εθνικής ομάδας. H εκλογή του ήταν ένας πραγματικός ~. Iαχές / κραυγές θριάμβου, χαράς και ενθουσιασμού για κάποια μεγάλη νίκη. Ο γύρος του θριάμβου, ο γύρος του σταδίου τον οποίο κάνει ο νικητής (αθλητής, ομάδα κτλ.) μετά το τέλος του αγώνα. || η σχεδόν ολοκληρωτική υπερίσχυση, επικράτηση: Ο ~ της επιστήμης / της τεχνολογίας. Ο ~ της αρετής / του χριστιανισμού. II. στα ρωμαϊκά χρόνια και αργότερα στο Bυζάντιο, η πανηγυρική είσοδος στην πόλη και η μεγαλόπρεπη πομπή του νικητή στρατηγού και του στρατού του, η οποία αποτελούσε και την ύψιστη τιμή που μπορούσε να του αποδοθεί: Ρωμαϊκός ~. Aψίδα του θριάμβου. Ο ~ του Kαίσαρα / του Πομπήιου.

[λόγ. < ελνστ. θρίαμβος, αρχ. σημ.: `ύμνος στο θεό Διόνυσο΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. triumphus]

[Λεξικό Κριαρά]
θρίαμβος ο.
  • 1) Επινίκια πομπή· νίκη:
    • θρίαμβον … για κείνον που τον πόλεμον έμελλε να νικήσει (Θησ. Θ´ [303]).
  • 2) Επευφημία:
    • ποιους θρίαμβους εδώ ’ρθες για να πάρεις; (Ζήν. Πρόλ. 112).

[αρχ. ουσ. θρίαμβος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες