Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρέψιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρέψιμο το [θrépsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρέφω.

[θρεψ- (δες τρέφω, θρέφω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες