Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θορύβηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θορύβηση η [θorívisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θορυβώ, έντονη ανησυχία και ταραχή: H ~ του κοινού από φήμες για οικονομική κρίση / για εξάπλωση της επιδημίας.

[λόγ. θορυβη- (θορυβώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go