Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θλιβερά, επίρρ.
-
- 1) Με θλίψη, λυπημένα:
- ζω … θλιβερά (Διγ. Z 4333)·
- (μεταφ.):
- άστρο να φέγγει θλιβερά (Ζήν. Α´ 346).
- 2) Με τρόπο λυπητερό:
- σονάρουσι όργανα θλιβερά (Ζήν. Πρόλ. μετά στ. 202).
[<επίθ. θλιβερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Με θλίψη, λυπημένα:



