Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θητεύω [θitévo] Ρ5.1α : περνώ ένα χρονικό διάστημα κοντά σε έναν πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιουργό και ασχολούμαι με το σχετικό τομέα: Zωγράφος που θήτευσε κοντά σε μεγάλους καλλιτέχνες.
[λόγ. < αρχ. θητεύω `δουλεύω (με μισθό) ως εργάτης΄]



