Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θησαυρισμός ο [θisavrizmós] Ο17 : 1. απόκτηση μεγάλου πλούτου. 2. συγκέντρωση χρυσού με μορφή νομισμάτων, ράβδων ή κοσμημάτων.
[λόγ. < αρχ. θησαυρισμός]



