Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θηριωδία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηριωδία η [θirioδía] Ο25 : α. η ιδιότητα του θηριώδους: H ~ των κατακτητών δεν περιγράφεται. Δολοφόνησε το θύμα του με απίστευτη ~. β. (συνήθ. πληθ.) θηριώδεις πράξεις: Στα ναζιστικά στρατόπεδα έγιναν ανήκουστες θηριωδίες.

[λόγ. < αρχ. θηριωδία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go