Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θηριοτροφείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηριοτροφείο το [θiriotrofío] Ο39 : 1. χώρος με άγρια ζώα που τα έκλειναν σε κλουβιά και τα παρουσίαζαν στο κοινό για να το ψυχαγωγήσουν: Tα θηριοτροφεία εξελίχθηκαν σε ζωολογικούς κήπους. 2. (μτφ.) για σχολείο με πολύ ζωηρά παιδιά.

[λόγ. < ελνστ. θηριοτροφεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go