Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θηλυπρεπής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηλυπρεπής -ής -ές [θiliprepís] Ε10 : α. για άντρα που οι εξωτερικές εκδηλώσεις του αλλά και ο ψυχισμός του είναι όμοια με εκείνα των γυναικών: ~ άντρας. || (ως ουσ.) ο θηλυπρεπής, γυναικωτός. β. που χαρακτηρίζει ένα θηλυπρεπή άντρα: ~ στάση / συμπεριφορά. Θηλυπρεπείς κινήσεις.

[λόγ. < ελνστ. θηλυπρεπής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go