Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηλυμορφία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηλυμορφία η [θilimorfía] Ο25 : επικράτηση των χαρακτηριστικών του γυναικείου σώματος σε έναν άντρα.

[λόγ. < αρχ. επίθ. θηλύμορφ(ος) `που έχει γυναικεία μορφή΄ -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες