Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηλυκότητα η [θilikótita] Ο28 : σύνολο έντονα γυναικείων χαρακτηριστικών και εκδηλώσεων: Δεν είναι πολύ όμορφη, έχει όμως ~ και τραβάει τους άντρες.
[λόγ. θηλυκ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. féminité]



