Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θηλυκότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηλυκότητα η [θilikótita] Ο28 : σύνολο έντονα γυναικείων χαρακτηριστικών και εκδηλώσεων: Δεν είναι πολύ όμορφη, έχει όμως ~ και τραβάει τους άντρες.

[λόγ. θηλυκ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. féminité]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go