Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεώρημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεώρημα το [θeórima] Ο49 : επιστημονική πρόταση που η αλήθεια της χρειάζεται απόδειξη: Mαθηματικό ~. ~ της Γεωμετρίας. Πυθαγόρειο* ~. H απόδειξη των θεωρημάτων στηρίζεται στα αξιώματα.

[λόγ. < αρχ. θεώρημα]

[Λεξικό Κριαρά]
θεώρημα το· θώρημαν.
  • Αντίκρισμα:
    • κουφορτίασμαν φέρνει … τους φίλους το συχνόν θώρημαν (Ξόμπλιν φ. 128r).

[αρχ. ουσ. θεώρημα. Τ. θώρεμα στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go