Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεώμαι [θeóme] Ρ11 αόρ. θεάθηκα, απαρέμφ. θεαθεί : I. (λόγ., μόνο στο ενεστ. θ., για αφηρ. ουσ.) βλέπω, παρατηρώ: Ο άνθρωπος θεάται το θείο με την ψυχή. II. (μόνο στο αορ. θ., για πρόσ., κυρ. ειρ. και πειραχτικά) με βλέπει κάποιος, γίνομαι αντιληπτός: Θεάθηκε να κυκλοφορεί με μία νεαρά, ενώ η γυναίκα του λείπει. Θεάθηκε σε νυχτερινό κέντρο.
[λόγ. < αρχ. θεῶμαι]



