Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεόσταλτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεόσταλτος -η -ο [θeóstaltos] Ε5 : 1. που τον έχει στείλει ο Θεός· θεόπεμπτος: ~ άγγελος. Θεόσταλτο όνειρο / μήνυμα. 2. (μτφ., θετικά) ανέλπιστος, απροσδόκητος: Θεόσταλτη ευκαιρία / σωτηρία.

[λόγ. θεο-I + σταλ- (στέλνω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go