Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεόπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θεόπτης ο.
  • Αυτός που είδε το Θεό (προκ. για το Μωυσή):
    • (Ψευδο-Σφρ. 46425).

[μτγν. ουσ. θεόπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες