Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεόπνευστος, επίθ.
-
- Φτιαγμένος ή γραμμένος με θεία έμπνευση:
- θεοπνεύστῳ γραφῄ (Φυσιολ. 3512‑3)·
- θεοπνεύστοις λόγοις (Λόγ. ωφέλιμος 67v).
[μτγν. επίθ. θεόπνευστος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Φτιαγμένος ή γραμμένος με θεία έμπνευση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεόπνευστος -η -ο [θeópnefstos] Ε5 : που τον εμπνέει ο Θεός ή που γίνεται με θεϊκή έμπνευση: ~ προφήτης / λόγος. Θεόπνευστο κήρυγμα. H Aγία Γραφή είναι θεόπνευστο βιβλίο.
[λόγ. < ελνστ. θεόπνευστος]