Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεσμοθέτης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεσμοθέτης ο [θezmoθétis] Ο10 : αυτός που θεσμοθετεί. || (συνήθ. πληθ.) οι έξι από τους εννέα άρχοντες, στην αρχαία Aθήνα, που είχαν ως έργο αρχικά να κωδικοποιήσουν τους νόμους και αργότερα να τους αναθεωρούν συστηματικά κάθε χρόνο.

[λόγ. < αρχ. θεσμοθέτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεσμοθέτηση η [θezmoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του θεσμοθετώ, η καθιέρωση θεσμού, κυρίως κρατικού: H ~ των γεωργικών συνεταιρισμών.

[λόγ. < ελνστ. θεσμοθέτη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go